- εγκτημα
- ἔγκτημαἔγ-κτημα-ατος τό недвижимая собственность вне своей страны
(ἐγκτήματα καὴ κτήματα Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐγκτήματα καὴ κτήματα Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἔγκτημα — land held in a country neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκτήματα — ἔγκτημα land held in a country neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκτήματος — ἔγκτημα land held in a country neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)